Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ

Η ΟΣΓΙΑ (ΠΑΡΝΗΘΑ) ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΣΙΩΤΙΚΑ ΚΑΛΥΒΙΑ (ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ) ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ. ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Κύριε Δήμαρχε Ασπροπύργου, κύριοι δημοτικοί και τοπικοί σύμβουλοι, κύριε πρόεδρε της Λαογραφικής Εταιρείας Ασπροπύργου, εκλεκτοί προσκεκλημένοι, αγαπητοί Ασπροπύργιοι,  κυρίες και κύριοι,

Η ευθύνη μου ως ομιλητής είναι απόψε μεγάλη, γιατί προσκαλούμαι να μιλήσω στο πνευματικό κέντρο του Ασπροπύργου με αφορμή την επέτειο της σημαντικότερης  ίσως επιλογής που έγινε στην νεώτερη ιστορία της πόλης, δηλαδή τη μετονομασία της από «Χασιώτικα Καλύβια» σε «Ασπρόπυργο». Η ευθύνη μου αυτή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, γιατί η ομιλία πραγματοποιείται στην αίθουσα που φέρει το όνομα ενός από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους που ανέδειξε αυτή η πόλη, του Δημητρίου Καλλιέρη.



Ταυτόχρονα όμως, αισθάνομαι και πολύ ιδιαίτερα απόψε,  καθώς καλούμαι να μιλήσω για ένα θέμα που συνδέει την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τα Κολοκοτρωνοχώρια της Αρκαδίας, με την κατ’επιλογήν πατρίδα μου επί 41 χρόνια, την ευρύτερη περιοχή της Πάρνηθας. Πιο συγκεκριμένα, θα μιλήσω για τη θέση που είχε η Οσγιά, το βουνό της Πάρνηθας, αλλά και ο Ασπρόπυργος στο στρατηγικό σχεδιασμό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, επιχειρώντας και μια μικρή αναγωγή στο σήμερα. Πιστεύω ότι η προσέγγιση αυτή θα προσφέρει μια άλλη οπτική στο ιστορικό αποτύπωμα της Πάρνηθας και του Ασπροπύργου στο συνολικό γίγνεσθαι της Αττικής αλλά και της χώρας γενικότερα. Την αποψινή ομιλία, με την άδειά σας, θα ήθελα να την αφιερώσω στην ιερή σκιά όλων όσων έπεσαν μαχόμενοι γύρω από το βουνό της Πάρνηθας κατά την εθνεγερσία του 1821.

Εκ πρώτης όψεως, θα πει κάποιος ότι δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην Πάρνηθα, τον Ασπρόπυργο και το στρατηγικό σχεδιασμό του Κολοκοτρώνη. Γι' αυτό θα αναλύσω σύντομα τη γεωπολιτική αξία της Πάρνηθας και του Ασπρόπυργου και, στη συνέχεια, θα εξηγήσω το γεωστρατηγικό σχεδιασμό του Κολοκοτρώνη. Αφού εξηγήσω αυτούς τους δύο πυλώνες της αποψινής θεματικής μου, θα επιχειρήσω να αποτυπώσω και τη μεταξύ τους σχέση. Η αποτύπωση αυτής της σχέσης θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τα όσα συνέβησαν τότε, αλλά - κυρίως - θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε την εξέλιξη της ιστορίας στην ευρύτερη περιοχή της Πάρνηθας και της Αττικής, από την επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα.

Η Πάρνηθα είναι ένα από τα τέσσερα μεγάλα βουνά, μαζί με το όρος Αιγάλεω, την Πεντέλη και τον Υμηττό, γύρω από τα οποία αναπτύσσεται το λεκανοπέδιο των Αθηνών. Η ονομασία της προέρχεται από την πανάρχαια πελασγική λέξη Πάρνης. Πρόκειται για ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, αφού το αρχαιότερο Πελασγικό φύλλο που ανεδύθη από τη γη, ήταν οι Αρκάδες, όπως Αρκάς ήταν και ο Κολοκοτρώνης. Η πελασγική λέξη Πάρνης  έχει άμεση σχέση με το βουνό Πάρνωνας, που συνδέει την Αρκαδία με τη Λακωνία, αλλά και με τον Παρνασσό στη Ρούμελη.

Η γεωπολιτική αξία της Πάρνηθας είναι μεγάλη, αφού μαζί με τον Κιθαιρώνα και το όρος Πατέρας σχηματίζει ένα φυσικό τείχος, που ξεκινά από τον Ευβοϊκό κόλπο και καταλήγει στον κόλπο των Μεγάρων, ασφαλίζοντας την Αττική από το Βορρά. Γιαυτό η Πάρνηθα αποτελεί το πλέον οχυρωμένο βουνό της αρχαίας Ελλάδας, αφού σχηματίζει με τις βόρειες υπώρειες της Πεντέλης τη μόνη χερσαία διάβαση της Αττικής από και προς τη Βοιωτία, ενώ με το όρος Αιγάλεω σχηματίζει τη μόνη χερσαία διάβαση των εξ Αθηνών προς Πελοπόννησο αγουσών οδεύσεων, μέσω του Θριασίου Πεδίου. Εξηγείται έτσι η καθοριστική σημασία που είχε κατά την αρχαιότητα ο έλεγχος της Δεκέλειας, με το ομώνυμο οχυρό της, αφού εξασφάλιζε τόσο τις στρατιωτικές διαβάσεις από και προς την Πελοπόννησο, όσο και τις διαβάσεις από και προς τη Βοιωτία. Αδύνατο σημείο όμως αποτελούσε η δυτική απόληξη του όρους Αιγάλεω, καθόσον από το σημείο αυτό επιτρέπεται ο στρατιωτικός έλεγχος της παραλιακής πύλης εισόδου στο λεκανοπέδιο από δυτικά, εκεί απ’όπου διέρχονταν η Ιερά Οδός. Το σημείο αυτό ήταν εξαιρετικής σημασίας, γιατί ήταν το μόνο που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει το οχυρό της Δεκέλειας, αποτελώντας την κερκόπορτα της Αττικής. Ταυτόχρονα όμως, αποτελούσε και τις Θερμοπύλες της Αττικής από δυτικά, αφού μια μικρή στρατιωτική δύναμη οχυρωμένη στα υψώματα της λίμνης των Αρχαίων Ρειτών, εκεί που βρίσκεται το σημερινό εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος,  μπορούσε να φράξει το δρόμο από και προς το λεκανοπέδιο. Και στην περιοχή αυτή βρίσκεται ο Ασπρόπυργος.

Πριν περάσουμε στο γεωστρατηγικό σχεδιασμό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πρέπει να πούμε λίγα λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο.  Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν η πιο ολοκληρωμένη πολιτικοστρατιωτική προσωπικότητα του 1821. Είχε πολεμήσει είκοσι χρόνια σαν κλέφταρματωλός στο Μοριά, είχε πολεμήσει άλλα δέκα χρόνια στους τρεις καλύτερους στρατούς της εποχής που κατείχαν διαδοχικά τα Επτάνησα στα οποία είχε καταφύγει το 1806, το Ρωσικό, το Γαλλικό και τον Αγγλικό στρατό, όπου εντρύφησε στις πιο σύγχρονες πολεμικές τακτικές, είχε γυρίσει το σύνολο της ελληνικής επικράτειας και γνώριζε άριστα τη γεωγραφία της, ενώ είχε επαφές με οπλαρχηγούς σε ολόκληρη την επικράτεια. Διέθετε λοιπόν την απαραίτητη στρατηγική θεώρηση για την εκπόνηση του πολεμικού σχεδίου της Επανάστασης σε ολόκληρη την επικράτεια. Και αυτό ακριβώς έκανε ο Γέρος.


Το νήμα της αφήγησής μας ξεκινά το καλοκαίρι του 1820, όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης παρουσίασε στον Καποδίστρια το τελικό πολεμικό σχέδιο σε στρατηγικό επίπεδο για ολόκληρη την επικράτεια: Ο Καποδίστριας θα κέρδιζε διπλωματικό χρόνο για την επανάσταση, ο Υψηλάντης θα αγκίστρωνε σημαντικές Τουρκικές δυνάμεις στη Μολδοβλαχία από το φόβο της εμπλοκής των Ρώσων, οι ναυτικοί του Αιγαίου θα απέκοπταν τις θαλάσσιες γραμμές εφοδιασμού από τα Μικρασιατικά παράλια προς τον Ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο, οι επαναστάτες στη Ρούμελη, στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, θα ανέκοπταν την κάθοδο Τουρκικών δυνάμεων προς το νότο και την Πελοπόννησο, ενώ ο Κολοκοτρώνης θα δημιουργούσε γρήγορα στρατιωτικά τετελεσμένα στο Μοριά. Στη συνέχεια ο Γέρος, αφού θα είχε εκμεταλλευτεί το στρατηγικό βάθος ολόκληρου του Μοριά, θα βάδιζε με τους Μοραίτες προς βορρά, αναλαμβάνοντας τη μεγάλη αντεπίθεση των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.

Ο Καποδίστριας ενέκρινε το σχέδιο και ο Κολοκοτρώνης άρχισε να στέλνει αμέτρητες επιστολές σε οπλαρχηγούς με οδηγίες για την επανάσταση σε ολόκληρη την επικράτεια. Το βάρος έπεφτε στον Κολοκοτρώνη που έπρεπε πολύ σύντομα να απελευθερώσει το Μοριά και να κινηθεί στη συνέχεια προς βορρά. Σημείο κλειδί γι’ αυτό ήταν η απαγόρευση καθόδου τουρκικών χερσαίων δυνάμεων από τη Ρούμελη στο Μοριά, για ενίσχυση των εκεί ομοεθνών τους, αλλά και η απαγόρευση μεταφοράς τουρκικών στρατευμάτων από τα Μικρασιατικά παράλια προς τις ακτές τις Ρούμελης και του Μοριά. Το έδαφος της Ρούμελης φυλάσσονταν επαρκώς από εξαίρετους οπλαρχηγούς όπως ο Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Καραϊσκάκης και ο Αθανάσιος Διάκος. Οι ακτές του Μοριά, σύμφωνα με το σχέδιο του Κολοκοτρώνη, είχαν αποκλεισθεί επαρκώς από τους Υδραίους και Σπετσιώτες. Ο μόνος κίνδυνος επομένως ήταν οι ακτές της Ρούμελης και κυρίως το Φάληρο και το λιμάνι της Λεψίνας, όπως έλεγε ο Γέρος την Ελευσίνα. Για το λόγο αυτό λοιπόν, η άμεση κατάληψη της πόλης των Αθηνών και ο έλεγχος των δύο επινείων της (Φάληρο και Ελευσίνα) ήταν στρατηγικής σημασίας. Παράλληλα, ο σιτοβολώνας του λεκανοπεδίου της Αττικής και του Θριασίου Πεδίου εξασφάλιζαν το απαραίτητο στρατηγικό βάθος για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και ζώα για τις Μοραίτικες δυνάμεις του Κολοκοτρώνη που, αφού θα είχαν απελευθερώσει γρήγορα το Μοριά, θα ανέβαιναν προς βορρά για τη μεγάλη αντεπίθεση των Ελλήνων που θα έφτανε μέχρι τη Θεσσαλία. Εκεί, ανεφοδιαζόμενοι οι Έλληνες από το Θεσσαλικό Κάμπο, θα συνέχιζαν με τον ίδιο τρόπο προς Μακεδονία και Κωνσταντινούπολη. Γιαυτό η εντολή του Γέρου ήταν ξεκάθαρη προς τους καπεταναίους της Ρούμελης: οι Οθωμανοί δεν έπρεπε να διαβούν την Οσγιά (την Πάρνηθα) και να βαδίσουν προς νότο, μέχρι ο Γέρος να πάρει την Τριπολιτσά και να ελευθερώσει το Μοριά!

Από τη συγκριτική μελέτη των τακτικών που εφάρμοσαν οι οπλαρχηγοί της Αττικής, κυρίως του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου, προκύπτει ξεκάθαρα η ένταξή τους στο στρατηγικό σχεδιασμό που αναφέρθηκε παραπάνω. Έτσι, ο Καπετάν Μελέτης απελευθέρωσε την Αθήνα τον Απρίλιο του 1821, εκμεταλλευόμενος τον αποκλεισμό του λεκανοπεδίου της Αττικής που του προσέφερε η Πάρνηθα από τις οθωμανικές ενισχύσεις της Λειβαδιάς και της Εύβοιας. Εξακολουθούσε όμως να υπάρχει ο κίνδυνος ισχυρής τουρκικής αντεπίθεσης του Ομέρ Βρυώνη από Βορρά, ο οποίος θέλησε στις αρχές Ιουνίου 1821 να εισβάλλει στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκε με πολυάριθμες δυνάμεις στη Λειβαδιά. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάλαβε τον κίνδυνο και με μια παράτολμη κίνηση έσπευσε με ολιγάριθμες δυνάμεις να οχυρωθεί στο μικρό κάστρο στο Σούρπι, αντίκρυ της Λειβαδιάς, στέλνοντας μήνυμα στο φίλο του τον Κολοκοτρώνη για άμεσες ενισχύσεις από το Μοριά.  Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος είχε ήδη ξεκινήσει την πολιορκία της Τριπολιτσάς με τις πρώτες μεγάλες νίκες σε Βαλτέτσι, Βέρβαινα και Δολιανά, αντελήφθη το στρατηγικό κίνδυνο. Διέταξε αμέσως τον ανιψιό του  Νικηταρά και τον Ηλία Μαυρομιχάλη με τα επίλεκτα τμήματά τους να μεταβούν  στην Κόρινθο, να παραλάβουν όσους μπορούσαν από την εκεί πολιορκία της πόλης, να στρατολογήσουν όσους επιπλέον μπορούσαν καθ’οδόν και να σπεύσουν προς ενίσχυση του Ανδρούτσου.

Ο Νικηταράς και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ενώθηκαν στο Άργος, πέρασαν μαζί στην Κόρινθο όπου στρατολόγησαν Υδραίους, Ποριώτες, Μεγαρίτες και άλλους και κατόρθωσαν να φτάσουν μέσω Δερβενοχωρίων στη Θήβα, με επτακόσιους περίπου άνδρες. Στη συνέχεια, ο Γέρος έστειλε ως οπισθοφυλακή αυτής της δύναμης τον Παπαφλέσσα, τον Παναγιώτη Κεφάλα, το Νικόλαο Πετιμεζά και τον πρωτότοκο γιό του τον Πάνο Κολοκοτρώνη, για να οχυρώσουν τον Ισθμό και να ασφαλίσουν κάθε διάβαση προς το Μοριά. Αφού εξασφάλισε αρχικά τη διάβαση του Ισθμού, ο Κολοκοτρώνης έστειλε την ίδια την προσωπική του σωματοφυλακή με επικεφαλή τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο, ένα εξαιρετικά επίλεκτο στρατιωτικό τμήμα 800 ορεσίβιων Αρκάδων, να αντικαταστήσει το σώμα του Παπαφλέσσα και του Πάνου Κολοκοτρώνη που επέστρεψαν στην Τριπολιτσά. Ο Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος προωθήθηκε αρχικά στον Ισθμό και στη συνέχεια στην ευρύτερη περιοχή του Ασπροπύργου, προκειμένου να έχει ετοιμότητα είτε να ενισχύσει ως εφεδρεία το Νικηταρά και τους Μαυρομιχαλαίους στη Θήβα, είτε, σε περίπτωση ήττας του Νικηταρά και των Μαυρομιχαλαίων να συγκρατήσει τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη που θα διέρχονταν σε αυτή την περίπτωση από τα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας και θα εισέβαλλαν στο Μοριά.  


Οι δυνάμεις του Νικηταρά και των Μαυρομιχαλαίων προωθήθηκαν από Θήβα προς Γρανίτσα, το χωριό απέναντι από το Σούρπι, και προσέβαλλαν τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη, αρχίζοντας έτσι τον επιβραδυντικό αγώνα. Η υπεροπλία και το πολυάριθμο όμως των Οθωμανών ανάγκασε τις δυνάμεις του Νικηταρά και των Μαυρομιχαλαίων να συμπτυχθούν προς Σούρπι, υπό την κάλυψη των δυνάμεων του Ανδρούτσου.

Ο Κολοκοτρώνης όμως από την Τριπολιτσά, αυτός ο δαιμόνιος στρατηγός, ευτυχώς είχε προλάβει να στείλει κι άλλες ενισχύσεις με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον Τσαλαφατίνο. Οι δυνάμεις του Τσαλαφατίνου έφτασαν την κρίσιμη στιγμή και ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Νικηταρά, των Μαυρομιχαλαίων και του Ανδρούτσου. Οι δυνάμεις του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη τοποθετήθηκαν στην Πέτρα Βοιωτίας, πίσω από την τοποθεσία της Λειβαδιάς και πάνω στον τότε δρόμο προς τη Θήβα, προκειμένου να οχυρωθεί εκεί και να αποτελέσει τοποθεσία επιβραδύνσεως των δυνάμεων του Ομερ Βρυώνη σε περίπτωση δυσμενούς εξέλιξης των επιχειρήσεων στη Λειβαδιά. Η Οθωμανική πλημμυρίδα όμως των δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη έπεσε πάνω στις δυνάμεις του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αναγκάζοντάς τον μετά από σκληρό επιβραδυντικό αγώνα να οπισθοχωρήσει προς την περιοχή των σημερινών Ερυθρών (χωριά Κριεκούκι και Κόκλα). Εκεί έφτασαν μετά από μια ημέρα και οι δυνάμεις του Νικηταρά, του Τσαλαφατίνου και των Μαυρομιχαλαίων από το Σούρπι. Στο Κριεκούκι οι Μοραΐτικες δυνάμεις ανασυντάχθηκαν, αφήνοντας εκεί τον Τσαλαφατίνο και τους Πετιμεζέους προς ενίσχυση των δυνάμεων του Ανδρούτσου που ανέλαβε την παραμονή στην Ανατολική Ρούμελη για παρεμπόδιση της επικοινωνίας των Οθωμανών στη γραμμή Λαμίας – Λειβαδιάς, ενώ οι υπόλοιπες Μοραΐτικες δυνάμεις αποτραβήχτηκαν στον Ισθμό της Κορίνθου, προκειμένου να αποτελέσουν την έσχατη γραμμή αμύνης σε περίπτωση που οι δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη περνούσαν την Πάρνηθα και εισέβαλαν στο Μοριά.

Πίσω στην Αττική, ο Ομέρ Βρυώνης κατέλαβε στις 18 Ιουλίου 1821 με ισχυρή δύναμη το Λιάτανι. Εκεί προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει ο αποδυναμωμένος από το κατεστημένο των Αθηνών Καπετάν Μελέτης, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο απειροπόλεμος αρχηγός των Αθηναίων Λυμπέρης Λυμπερόπουλος, μόλις άκουσε ότι ο Καπετάν Μελέτης δεν κατάφερε να νικήσει στο Λιάτανι, αντί να οργανωθεί στην οχυρωμένη Αθήνα με το τείχος της, κατέφυγε έντρομος με τους Αθηναίους στη Σαλαμίνα και την Αίγινα. Ο Ομέρ Βρυώνης εισήλθε στην ερημωμένη Αθήνα και ενώθηκε με τους Τούρκους της Ακρόπολης. Γύρω από την Αθήνα είχαν μείνει μικρά τμήματα Ελλήνων επαναστατών που προκαλούσαν φθορά στους Τούρκους με τακτικές ανταρτοπολέμου. Ο Ομέρ Βρυώνης, φοβούμενος ότι θα κυκλωθεί από το Νικηταρά και το Μαυρομιχάλη, που μετά την άλωση της Τριπολιτσάς προωθήθηκαν εκ νέου στη Ρούμελη, ενίσχυσε τη φρουρά της Ακρόπολης με 300 ιππείς και έφυγε με όλο το στρατό του. Η Πάρνηθα είχε κρατήσει, η Τριπολιτσά είχε πέσει, ό Κολοκοτρώνης στο Μοριά ήταν πανίσχυρος και έτοιμος να ανέβει στη Ρούμελη για να τσακίσει τον Ομέρ Βρυώνη. Ήταν η πρώτη μεγάλη δικαίωση του στρατηγικού σχεδιασμού του Γέρου!

Στο μεταξύ όμως είχε ξεκινήσει η μεγάλη αντεπίθεση των Τούρκων για να καταπνίξουν την Επανάσταση, από δύο άξονες: Ο πρώτος άξονας από την Ήπειρο, όπου οι τούρκοι πολιόρκησαν το Μεσολόγγι και ο δεύτερος άξονας με τη φοβερή στρατιά 40.000 τούρκων του Δράμαλη Πασά προς τη Ρούμελη και το Μοριά. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον Ανδρούτσο και το Νικηταρά να συγκροτήσουν στη Ρούμελη μια γενικότερη δύναμη καλύψεως, με έσχατη γραμμή επιβραδύνσεως προς νότο την Πάρνηθα, προσπαθώντας να επιβραδύνουν την κάθοδο του Δράμαλη μέχρι την κατάληψη της Ακρόπολης των Αθηνών και την αμυντική οργάνωση της πόλης. Ήρθαν έτσι οι νίκες στην Αγία Μαρίνα και στη Στυλίδα, στις αρχές Απριλίου 1822. Στο μεταξύ, είχε καταφτάσει στην Αθήνα ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, υπό την αρχηγία του οποίου οι Έλληνες κατόρθωσαν μετά από πολύμηνη πολιορκία να καταλάβουν την Ακρόπολη, την οποία οι έγκλειστοι Τούρκοι παρέδωσαν με συνθήκη στις 9 Ιουνίου 1822.

Αμέσως μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας ότι ανοίγει ο δρόμος προς την απελευθέρωση, έστειλε τον Ανδρούτσο με το Νικηταρά στην Αθήνα, προκειμένου να διασφαλιστεί το στρατηγικό βάθος του Λεκανοπεδίου της Αττικής αλλά και τα λιμάνια του Φαλήρου και της Ελευσίνας. Έτσι, στις 21 Αυγούστου 1822 ο Ανδρούτσος με το Νικηταρά κατέφθασαν στην Αθήνα, την οποία οργάνωσαν αμυντικά αλλά και πολιτικά. Μαζί τους ήταν και ο καπετάν Μελέτης, εξαιρετικά ενισχυμένος πολιτικά και στρατιωτικά. Ταυτόχρονα λύθηκε και η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου με νίκη των Ελλήνων. Το χάραμα του 1823 βρήκε λοιπόν την επαναστατημένη Ελλάδα de facto ελεύθερη, κατέχοντας το Μοριά και την Αττική, καθώς και τη δυτική Ελλάδα από το Μεσολόγγι και τα Άγραφα μέχρι το Σούλι. Αυτό ακριβώς κατέδειξε το περίφημο δόγμα Μονρόε του 1823, με το οποίο οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη δημιουργία ελεύθερης Ελληνικής επικράτειας με τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων. Ο στρατηγικός σχεδιασμός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είχε δικαιωθεί πανηγυρικά!

Τότε όμως ξέσπασαν οι δύο ολέθριοι εμφύλιοι, που είχαν σαν αιτία τον τρόπο που θα διοικούνταν η ελεύθερη πια Ελλάδα. Οι λαϊκοί αγωνιστές απαιτούσαν διακυβέρνηση που θα έδινε πραγματικά δημοκρατικά προνόμια στον απλό λαό. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από το ντόπιο αρχοντολόι. Έτσι, στο Μοριά φυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης, αφού του δολοφόνησαν και τον πρωτότοκο γιό του τον Πάνο, ενώ στην Αττική δολοφονήθηκε ο Ανδρούτσος και ο Καπετάν Μελέτης Βασιλείου. Η δολοφονία του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου είναι η πιο σκοτεινή σελίδα της τοπικής ιστορίας, η οποία δυστυχώς έχει ακόμη σκοτεινότερες προεκτάσεις.

Μπροστά στην έλευση του Ιμπραήμ και του Κιουταχή, η Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε την αρχιστρατηγία του Μοριά στον Κολοκοτρώνη και της Ρούμελης στον Καραϊσκάκη. Προτού αναχωρήσει η Καραϊσκάκης για την εκστρατεία του στη Ρούμελη, ο Κολοκοτρώνης τον κάλεσε μυστικά στο Άργος, όπου οι δύο Αρχιστράτηγοι συνομίλησαν απολύτως μόνοι τους σε ένα περιβόλι. Είναι η στιγμή που η Ελλάδα κράτησε την ανάσα της, γιατί ο Κολοκοτρώνης παρουσίασε το σχέδιό του στον Καραϊσκάκη: Ο Γέρος θα πολεμούσε τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ με ελάχιστες δυνάμεις στο Μοριά εφαρμόζοντας ανταρτοπόλεμο και στέλνοντας όλα τα επίλεκτα μοραΐτικα στρατεύματα με επικεφαλής το γιό του Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον ανιψιό του το Νικηταρά στην εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη. Ο Καραϊσκάκης στη Ρούμελη θα νικούσε τον Τούρκο Κιουταχή και στη συνέχεια θα κατέβαινε στο Μοριά για να ενωθεί με τον Κολοκοτρώνη και να συντρίψουν μαζί τον πανίσχυρο Ιμπραήμ, που θα είχε εξαντληθεί από τον ανταρτοπόλεμο. Στη συνέχεια, οι δυο Αρχιστράτηγοι θα επέβαλλαν τον Καποδίστρια στο ντόπιο αρχοντολόι και στις μεγάλες δυνάμεις. Ο Καραϊσκάκης συμφώνησε με το σχέδιο και πρότεινε να ανταλλάσουν μυστικά μηνύματα με τον Κολοκοτρώνη μέσω έμπιστων ανθρώπων. Ο Κολοκοτρώνης πήρε γραμματέα του τον έμπιστο του Καραϊσκάκη το Βαλτινό, ενώ ο Καραϊσκάκης πήρε μαζί του το Νικηταρά, ανιψιό του Κολοκοτρώνη, μέσω των οποίων αντάλλασαν οι δύο Αρχιστράτηγοι τη μυστική αλληλογραφία τους.
Ο Καραϊσκάκης συγκέντρωσε αρχικά στο Μεγάλο Πεύκο και στη συνέχεια στην Ελευσίνα τη μεγαλύτερη δύναμη στη διάρκεια της επανάστασης (πάνω από 10.000 άνδρες) και ξεκίνησε τη μεγάλη εκστρατεία του στη Βοιωτία. Τώρα που δεν ζούσε ο Καπετάν Μελέτης για να κρατήσει την Πάρνηθα, ο Καραϊσκάκης έπρεπε να καταστρέψει τις εφεδρείες του Κιουταχή στη Βοιωτία. Ήρθαν έτσι οι θρίαμβοι του Καραϊσκάκη στην Αράχοβα και το Δίστομο. Πλέον ο Κιουταχής είχε εγκλωβιστεί στην Αθήνα και ο Καραϊσκάκης ετοιμάζονταν να τον συντρίψει. Στο μεταξύ είχε καταφτάσει και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με 1.700 επίλεκτους Αρκάδες, ως ενίσχυση του Καραισκάκη για την τελική μάχη των Αθηνών. Ο Γενναίος, όπως και η σωματοφυλακή του πατέρα του λίγα χρόνια νωρίτερα, έπιασε αμέσως την περιοχή του Ασπροπύργου, για να εξασφαλίσει την ασφαλή  επιστροφή των στρατευμάτων του Καραϊσκάκη από τα στενά της Πάρνηθας αλλά και τη μετακίνηση των υπολοίπων στρατευμάτων από την Ελευσίνα στο Χαιδάρι. Σώζεται μάλιστα επιστολή του Γενναίου προς τον πατέρα του, απεσταλμένη από τα Καλύβια, το σημερινό Ασπρόπυργο, με την οποία τον πληροφορεί ότι κατέλαβε την τοποθεσία του Ασπροπύργου, ενώ κάνει μνεία και στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, με την οποία οι Κολοκοτρωναίοι είχαν πάντοτε ιδιαίτερο θρησκευτικό δεσμό.

Δυστυχώς όμως, οι εμφύλιες έριδες των Ελλήνων, οι οποίες είχαν φουντώσει μετά και τη φήμη ότι ο γιός του Κολοκοτρώνη Γενναίος θα παντρευτεί την κόρη του Καραϊσκάκη Ελένη, οδήγησαν στη δολοφονία του Καραϊσκάκη στο Φάληρο, στις 23 Απριλίου 1827. Σήμερα, με τα στοιχεία που έχουμε πλέον στα χέρια μας, μπορούμε να μιλάμε ξεκάθαρα για δολοφονία. Και μάλιστα, όσοι έχουμε ασχοληθεί εξαντλητικά με το θέμα, έχουμε καταλήξει και στο όνομα του δολοφόνου. Ένα από τα βασικά τεκμήρια είναι το χειρόγραφο του Ιωάννου Σταυριανού, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο θανάσιμο τραυματισμό του Καραϊσκάκη, όπου αναγράφει χαρακτηριστικά «Τότε είδωμεν εκπυρσοκρότησιν όπλου από τον ημέτερον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραίσκου…». Και μπορεί για λόγους αποφυγής εμφυλίων διενέξεων να έχει τεχνηέντως σκιστεί το κομμάτι του χειρογράφου που αναφέρει ρητά το όνομα του δολοφόνου, το οποίο όμως είναι γνωστό στους μυημένους, αλλά στο υπόλοιπο χειρόγραφο περιγράφεται ξεκάθαρα το ποιος είναι ο δολοφόνος και από πού κατάγεται. Στο βιβλίο μάλιστα που εξέδωσε πρόσφατα η  Εταιρεία Στερεοελλαδικών Σπουδών, η συγγραφέας κ. Τσουγκαράκη - Αγγελομάτη κάνει εκτεταμένη ανάλυση και αναφέρεται περιγραφικά στην ταυτότητα του δολοφόνου. Όποιος το μελετήσει και το συγκρίνει με άλλες ιστορικές πηγές, θα διαπιστώσει ότι η περιγραφή του δολοφόνου του Καραϊσκάκη συμπίπτει με τα όσα η προφορική ιστοριογραφία της ευρύτερης περιοχής της Πάρνηθας έχει διασώσει για το όνομα των δολοφόνων του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου. Και αφορά σε οικογένεια της ευρύτερης περιοχής, η οποία αμέσως μετά την έλευση του Όθωνα και της Βαυαρικής βασιλείας βρέθηκε να κατέχει τμήμα των παλιών τούρκικων τσιφλικιών στην ευρύτερη περιοχή των Αχαρνών και των Λιοσίων.

Το αποτέλεσμα της δολοφονίας του Καραϊσκάκη ήταν να μείνει ακέφαλο το Ελληνικό στράτευμα, να οδηγηθεί από τον Άγγλο Τσωρτς στην καταστροφική μάχη στον Ανάλατο και να διαλυθεί η μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων στην Αττική. Ευτυχώς τουλάχιστον, πριν το θάνατό του, ο Καραϊσκάκης είχε επιβάλλει μαζί με τον Κολοκοτρώνη την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας. Ερχόμενος ο Καποδίστριας στην Ελλάδα άρχισε έναν διπλωματικό μαραθώνιο, πετυχαίνοντας τελικά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, με την οποία άνοιξε η διπλωματική οδός για την ανεξαρτησία.   

Αγαπητοί φίλοι, από τα όσα αναφέραμε εν τάχει απόψε, περιγράφεται η ζωτική σημασία που είχε η Πάρνηθα και ο Ασπρόπυργος στο γεωστρατηγικό σχεδιασμό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Αυτό όμως που κατανόησε ο Κολοκοτρώνης τότε, έμελε να επηρεάσει και τη νεώτερη ιστορία της χώρας, όσο και αν αυτό διαφεύγει πια στις μέρες μας. Και διαφεύγει γιατί, δυστυχώς, εξετάζουμε την ιστορία μεμονωμένα κατά ιστορικές περιόδους και κατά γεωγραφικούς χώρους, χωρίς να την αντιλαμβανόμαστε ως ενιαία ροή αλληλένδετων γεγονότων στο σύνολο του γεωγραφικού χώρου. Την εξετάζουμε δηλαδή χωρίς να εφαρμόζουμε τη φράση του Ρωμαίου Κικέρωνα «Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία». Και το κάνουμε, ίσως, γιατί έτσι νομίζουμε ότι δεν θα ξύσουμε παλιές πληγές.

Ας αναλογιστούμε τα όσα αναφέραμε για τη σημασία της Πάρνηθας στην εθνεγερσία του 1821 και ας κάνουμε μια αναγωγή στις εποχές που ακολούθησαν από τότε μέχρι σήμερα. Θα κατανοήσουμε έτσι ότι τα στρατιωτικά κινήματα του 1933 και του 1935 απέτυχαν, γιατί οι στασιαστικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να διαβούν την Πάρνηθα από την Βοιωτία και, μέσω Ασπροπύργου, να ελέγξουν την είσοδο των Αθηνών αλλά και το Στόλο στο Σκαραμαγκά. Επίσης, θα κατανοήσουμε ότι το Δεκέμβριο του 1944 η εμφύλια μάχη για τον έλεγχο των Αθηνών θα είχε εντελώς διαφορετική κατάληξη εάν είχε επιτραπεί η κάθοδος από την Πάρνηθα στην Αθήνα των ισχυρότατων δυνάμεων του Άρη Βελουχιώτη που βρίσκονταν εκεί. Ομοίως, θα κατανοήσουμε ότι το αποτέλεσμα των Δεκεμβριανών του 1944 θα ήταν επίσης διαφορετικό αν οι αντικυβερνητικές δυνάμεις δεν έκαναν το λάθος να μην εξασφαλίσουν την περιοχή του Ασπροπύργου πριν εισέλθουν στην Αθήνα. Αν έκαναν δηλαδή ότι και ο Κολοκοτρώνης.

Με αυτή τη συλλογιστική, θα κατανοήσουμε ότι μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η επιλογή του Ασπροπύργου για έδρα του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, όπως και του Μεγάλου Πεύκου για έδρα του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Ειδικών Δυνάμεων. Γιατί όπως ο Κολοκοτρώνης έστειλε στον Ασπρόπυργο την επίλεκτη προσωπική του σωματοφυλακή το 1821, όπως έστειλε πάλι στον Ασπρόπυργο το γιό του το Γενναίο Κολοκοτρώνη το 1826 με τις πλέον επίλεκτες δυνάμεις του Μοριά για να ελέγξει τη διάβαση από και προς Αθήνα, όπως η αρχική συγκέντρωση των στρατευμάτων του Καραϊσκάκη από το Μοριά έγινε στο Μεγάλο Πεύκο, εκεί δηλαδή που η Πάρνηθα ασφαλίζει τον κόλπο των Μεγάρων, έτσι και μετά από τον αδελφοκτόνο εμφύλιο μέχρι σήμερα, στον Ασπρόπυργο και στο Μεγάλο Πεύκο στρατοπεδεύουν οι δύο πλέον επίλεκτες στρατιωτικές δυνάμεις του Λεκανοπεδίου. Περιττό να υπενθυμίσω ότι  στο Σκαραμαγκά και στο Κέντρο «Παλάσκας», απέναντι από τον Ασπρόπυργο, εδρεύει και η Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού. Περιττό να θυμίσω ότι η Σχολή Πυροβολικού εδρεύει και αυτή στη Νέα Πέραμο. Και κυρίως, να θέσω υπόψη όλων ότι στο Τατόι, στην Ελευσίνα και στα Μέγαρα, κάτω δηλαδή από το τείχος που σχηματίζει η Πάρνηθα, ο Κιθαιρώνας και το όρος Πατέρας, βρίσκονται τα τρία πολεμικά αεροδρόμια της Αττικής. Υπάρχει πλέον κανείς στην αίθουσα που τα θεωρεί όλα αυτά τυχαία;

Και αν όλα αυτά έχουν πια σημασία μόνο για την πολεμική ιστορία της χώρας, ας αναλογιστούμε τη μεγάλη σημασία της Πάρνηθας και του παραλιακού μετώπου της στο σχεδιασμό των υποδομών της χώρας. Το 1889, όταν η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη ξεκίνησε το μεγάλο σχέδιο εκσυγχρονισμού της χώρας, αποφασίστηκε μαζί με το σιδηρόδρομο και τη διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου να συνταχθεί και ο κτηματικός χάρτης της χώρας. Για να γίνει όμως αυτό, έπρεπε η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού να ιδρύσει το τριγωνομετρικό δίκτυο της χώρας. Ως αρχικό σημείο βάσης για την ίδρυση του τριγονομετρικού δικτύου της χώρας καθορίστηκε η ψηλότερη κορυφή της Πάρνηθας, ενώ η πρώτη διαταγή εργασιών της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού ήταν η ακριβής μέτρηση της βάσης του Θριασίου πεδίου, δηλαδή η απόσταση Ασπρόπυργος – Ελευσίνα, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη του τριγονομετρικού δικτύου όλης της χώρας. Κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα.

Αγαπητοί Ασπροπύργιοι, η γη των πατέρων σας διαφύλαξε μια ανεκτίμητη κληρονομιά, που δεν είναι άμεσα ορατή, δεν ψηλαφίζεται. Ίσως γιατί, δυστυχώς, η ολοκληρωμένη αρχαιολογική έρευνα ήταν απαγορευμένη επί δεκαετίες στην περιοχή του Ασπροπύργου, μετά τον εμφύλιο. Την κληρονομιά αυτή όμως, την οσφραίνεται με τη γνώση ο ασκημένος ιστορικός ερευνητής  αλλά και ο διαισθανόμενος γεωπολιτικός επιστήμονας. Είναι αυτή η κληρονομιά που ώθησε τους προγόνους σας να μετονομάσουν την πόλη σε Ασπρόπυργο, προσπαθώντας να δώσουν μια άλλη, ευρύτερη ταυτότητα στην πόλη. Και θα τολμήσω να πω, με πλήρη επίγνωση των λεγομένων μου, ότι η απόφαση αυτή ήταν κάτι παραπάνω από σοφή, γιατί η πόλη σας δεν είναι απλώς Ασπρόπυργος, αλλά Πρόπυργος, δηλαδή το Προπύργιο της πόλης των Αθηνών. Γιατί ακριβώς αυτό ήταν, είναι και παραμένει ιστορικά και γεωγραφικά η πόλη σας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Και είναι πια ώρα, όλοι όσοι επιλέξαμε για τόπο μας τη σκιά της Πάρνηθας, να συστρατευτούμε σε μια μεγάλη προσπάθεια να αλλάξουμε τη μοίρα αυτής της περιοχής και να την κάνουμε αντάξια της ιστορικής και γεωγραφικής σημασίας της για την Αττική. Και αν κάποιος μας αποκαλέσει τρελούς, γιατί τα προβλήματα της περιοχής είναι τόσα πολλά και τόσο μεγάλα, να το θεωρήσετε καλό σημάδι. Γιατί και η γέρικη αλεπού που αντιλήφθηκε την αξία της Πάρνηθας, ο Γέρο Κολοκοτρώνης, είπε χαρακτηριστικά για την επανάσταση του 1821: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν θα εκάμαμεν την επανάστασιν»!

Σας ευχαριστώ!