Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ

Η ΟΣΓΙΑ (ΠΑΡΝΗΘΑ) ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΣΙΩΤΙΚΑ ΚΑΛΥΒΙΑ (ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ) ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ. ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Κύριε Δήμαρχε Ασπροπύργου, κύριοι δημοτικοί και τοπικοί σύμβουλοι, κύριε πρόεδρε της Λαογραφικής Εταιρείας Ασπροπύργου, εκλεκτοί προσκεκλημένοι, αγαπητοί Ασπροπύργιοι,  κυρίες και κύριοι,

Η ευθύνη μου ως ομιλητής είναι απόψε μεγάλη, γιατί προσκαλούμαι να μιλήσω στο πνευματικό κέντρο του Ασπροπύργου με αφορμή την επέτειο της σημαντικότερης  ίσως επιλογής που έγινε στην νεώτερη ιστορία της πόλης, δηλαδή τη μετονομασία της από «Χασιώτικα Καλύβια» σε «Ασπρόπυργο». Η ευθύνη μου αυτή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, γιατί η ομιλία πραγματοποιείται στην αίθουσα που φέρει το όνομα ενός από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους που ανέδειξε αυτή η πόλη, του Δημητρίου Καλλιέρη.



Ταυτόχρονα όμως, αισθάνομαι και πολύ ιδιαίτερα απόψε,  καθώς καλούμαι να μιλήσω για ένα θέμα που συνδέει την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τα Κολοκοτρωνοχώρια της Αρκαδίας, με την κατ’επιλογήν πατρίδα μου επί 41 χρόνια, την ευρύτερη περιοχή της Πάρνηθας. Πιο συγκεκριμένα, θα μιλήσω για τη θέση που είχε η Οσγιά, το βουνό της Πάρνηθας, αλλά και ο Ασπρόπυργος στο στρατηγικό σχεδιασμό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, επιχειρώντας και μια μικρή αναγωγή στο σήμερα. Πιστεύω ότι η προσέγγιση αυτή θα προσφέρει μια άλλη οπτική στο ιστορικό αποτύπωμα της Πάρνηθας και του Ασπροπύργου στο συνολικό γίγνεσθαι της Αττικής αλλά και της χώρας γενικότερα. Την αποψινή ομιλία, με την άδειά σας, θα ήθελα να την αφιερώσω στην ιερή σκιά όλων όσων έπεσαν μαχόμενοι γύρω από το βουνό της Πάρνηθας κατά την εθνεγερσία του 1821.

Εκ πρώτης όψεως, θα πει κάποιος ότι δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην Πάρνηθα, τον Ασπρόπυργο και το στρατηγικό σχεδιασμό του Κολοκοτρώνη. Γι' αυτό θα αναλύσω σύντομα τη γεωπολιτική αξία της Πάρνηθας και του Ασπρόπυργου και, στη συνέχεια, θα εξηγήσω το γεωστρατηγικό σχεδιασμό του Κολοκοτρώνη. Αφού εξηγήσω αυτούς τους δύο πυλώνες της αποψινής θεματικής μου, θα επιχειρήσω να αποτυπώσω και τη μεταξύ τους σχέση. Η αποτύπωση αυτής της σχέσης θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τα όσα συνέβησαν τότε, αλλά - κυρίως - θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε την εξέλιξη της ιστορίας στην ευρύτερη περιοχή της Πάρνηθας και της Αττικής, από την επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα.

Η Πάρνηθα είναι ένα από τα τέσσερα μεγάλα βουνά, μαζί με το όρος Αιγάλεω, την Πεντέλη και τον Υμηττό, γύρω από τα οποία αναπτύσσεται το λεκανοπέδιο των Αθηνών. Η ονομασία της προέρχεται από την πανάρχαια πελασγική λέξη Πάρνης. Πρόκειται για ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, αφού το αρχαιότερο Πελασγικό φύλλο που ανεδύθη από τη γη, ήταν οι Αρκάδες, όπως Αρκάς ήταν και ο Κολοκοτρώνης. Η πελασγική λέξη Πάρνης  έχει άμεση σχέση με το βουνό Πάρνωνας, που συνδέει την Αρκαδία με τη Λακωνία, αλλά και με τον Παρνασσό στη Ρούμελη.

Η γεωπολιτική αξία της Πάρνηθας είναι μεγάλη, αφού μαζί με τον Κιθαιρώνα και το όρος Πατέρας σχηματίζει ένα φυσικό τείχος, που ξεκινά από τον Ευβοϊκό κόλπο και καταλήγει στον κόλπο των Μεγάρων, ασφαλίζοντας την Αττική από το Βορρά. Γιαυτό η Πάρνηθα αποτελεί το πλέον οχυρωμένο βουνό της αρχαίας Ελλάδας, αφού σχηματίζει με τις βόρειες υπώρειες της Πεντέλης τη μόνη χερσαία διάβαση της Αττικής από και προς τη Βοιωτία, ενώ με το όρος Αιγάλεω σχηματίζει τη μόνη χερσαία διάβαση των εξ Αθηνών προς Πελοπόννησο αγουσών οδεύσεων, μέσω του Θριασίου Πεδίου. Εξηγείται έτσι η καθοριστική σημασία που είχε κατά την αρχαιότητα ο έλεγχος της Δεκέλειας, με το ομώνυμο οχυρό της, αφού εξασφάλιζε τόσο τις στρατιωτικές διαβάσεις από και προς την Πελοπόννησο, όσο και τις διαβάσεις από και προς τη Βοιωτία. Αδύνατο σημείο όμως αποτελούσε η δυτική απόληξη του όρους Αιγάλεω, καθόσον από το σημείο αυτό επιτρέπεται ο στρατιωτικός έλεγχος της παραλιακής πύλης εισόδου στο λεκανοπέδιο από δυτικά, εκεί απ’όπου διέρχονταν η Ιερά Οδός. Το σημείο αυτό ήταν εξαιρετικής σημασίας, γιατί ήταν το μόνο που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει το οχυρό της Δεκέλειας, αποτελώντας την κερκόπορτα της Αττικής. Ταυτόχρονα όμως, αποτελούσε και τις Θερμοπύλες της Αττικής από δυτικά, αφού μια μικρή στρατιωτική δύναμη οχυρωμένη στα υψώματα της λίμνης των Αρχαίων Ρειτών, εκεί που βρίσκεται το σημερινό εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος,  μπορούσε να φράξει το δρόμο από και προς το λεκανοπέδιο. Και στην περιοχή αυτή βρίσκεται ο Ασπρόπυργος.

Πριν περάσουμε στο γεωστρατηγικό σχεδιασμό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πρέπει να πούμε λίγα λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο.  Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν η πιο ολοκληρωμένη πολιτικοστρατιωτική προσωπικότητα του 1821. Είχε πολεμήσει είκοσι χρόνια σαν κλέφταρματωλός στο Μοριά, είχε πολεμήσει άλλα δέκα χρόνια στους τρεις καλύτερους στρατούς της εποχής που κατείχαν διαδοχικά τα Επτάνησα στα οποία είχε καταφύγει το 1806, το Ρωσικό, το Γαλλικό και τον Αγγλικό στρατό, όπου εντρύφησε στις πιο σύγχρονες πολεμικές τακτικές, είχε γυρίσει το σύνολο της ελληνικής επικράτειας και γνώριζε άριστα τη γεωγραφία της, ενώ είχε επαφές με οπλαρχηγούς σε ολόκληρη την επικράτεια. Διέθετε λοιπόν την απαραίτητη στρατηγική θεώρηση για την εκπόνηση του πολεμικού σχεδίου της Επανάστασης σε ολόκληρη την επικράτεια. Και αυτό ακριβώς έκανε ο Γέρος.


Το νήμα της αφήγησής μας ξεκινά το καλοκαίρι του 1820, όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης παρουσίασε στον Καποδίστρια το τελικό πολεμικό σχέδιο σε στρατηγικό επίπεδο για ολόκληρη την επικράτεια: Ο Καποδίστριας θα κέρδιζε διπλωματικό χρόνο για την επανάσταση, ο Υψηλάντης θα αγκίστρωνε σημαντικές Τουρκικές δυνάμεις στη Μολδοβλαχία από το φόβο της εμπλοκής των Ρώσων, οι ναυτικοί του Αιγαίου θα απέκοπταν τις θαλάσσιες γραμμές εφοδιασμού από τα Μικρασιατικά παράλια προς τον Ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο, οι επαναστάτες στη Ρούμελη, στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, θα ανέκοπταν την κάθοδο Τουρκικών δυνάμεων προς το νότο και την Πελοπόννησο, ενώ ο Κολοκοτρώνης θα δημιουργούσε γρήγορα στρατιωτικά τετελεσμένα στο Μοριά. Στη συνέχεια ο Γέρος, αφού θα είχε εκμεταλλευτεί το στρατηγικό βάθος ολόκληρου του Μοριά, θα βάδιζε με τους Μοραίτες προς βορρά, αναλαμβάνοντας τη μεγάλη αντεπίθεση των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.

Ο Καποδίστριας ενέκρινε το σχέδιο και ο Κολοκοτρώνης άρχισε να στέλνει αμέτρητες επιστολές σε οπλαρχηγούς με οδηγίες για την επανάσταση σε ολόκληρη την επικράτεια. Το βάρος έπεφτε στον Κολοκοτρώνη που έπρεπε πολύ σύντομα να απελευθερώσει το Μοριά και να κινηθεί στη συνέχεια προς βορρά. Σημείο κλειδί γι’ αυτό ήταν η απαγόρευση καθόδου τουρκικών χερσαίων δυνάμεων από τη Ρούμελη στο Μοριά, για ενίσχυση των εκεί ομοεθνών τους, αλλά και η απαγόρευση μεταφοράς τουρκικών στρατευμάτων από τα Μικρασιατικά παράλια προς τις ακτές τις Ρούμελης και του Μοριά. Το έδαφος της Ρούμελης φυλάσσονταν επαρκώς από εξαίρετους οπλαρχηγούς όπως ο Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Καραϊσκάκης και ο Αθανάσιος Διάκος. Οι ακτές του Μοριά, σύμφωνα με το σχέδιο του Κολοκοτρώνη, είχαν αποκλεισθεί επαρκώς από τους Υδραίους και Σπετσιώτες. Ο μόνος κίνδυνος επομένως ήταν οι ακτές της Ρούμελης και κυρίως το Φάληρο και το λιμάνι της Λεψίνας, όπως έλεγε ο Γέρος την Ελευσίνα. Για το λόγο αυτό λοιπόν, η άμεση κατάληψη της πόλης των Αθηνών και ο έλεγχος των δύο επινείων της (Φάληρο και Ελευσίνα) ήταν στρατηγικής σημασίας. Παράλληλα, ο σιτοβολώνας του λεκανοπεδίου της Αττικής και του Θριασίου Πεδίου εξασφάλιζαν το απαραίτητο στρατηγικό βάθος για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και ζώα για τις Μοραίτικες δυνάμεις του Κολοκοτρώνη που, αφού θα είχαν απελευθερώσει γρήγορα το Μοριά, θα ανέβαιναν προς βορρά για τη μεγάλη αντεπίθεση των Ελλήνων που θα έφτανε μέχρι τη Θεσσαλία. Εκεί, ανεφοδιαζόμενοι οι Έλληνες από το Θεσσαλικό Κάμπο, θα συνέχιζαν με τον ίδιο τρόπο προς Μακεδονία και Κωνσταντινούπολη. Γιαυτό η εντολή του Γέρου ήταν ξεκάθαρη προς τους καπεταναίους της Ρούμελης: οι Οθωμανοί δεν έπρεπε να διαβούν την Οσγιά (την Πάρνηθα) και να βαδίσουν προς νότο, μέχρι ο Γέρος να πάρει την Τριπολιτσά και να ελευθερώσει το Μοριά!

Από τη συγκριτική μελέτη των τακτικών που εφάρμοσαν οι οπλαρχηγοί της Αττικής, κυρίως του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου, προκύπτει ξεκάθαρα η ένταξή τους στο στρατηγικό σχεδιασμό που αναφέρθηκε παραπάνω. Έτσι, ο Καπετάν Μελέτης απελευθέρωσε την Αθήνα τον Απρίλιο του 1821, εκμεταλλευόμενος τον αποκλεισμό του λεκανοπεδίου της Αττικής που του προσέφερε η Πάρνηθα από τις οθωμανικές ενισχύσεις της Λειβαδιάς και της Εύβοιας. Εξακολουθούσε όμως να υπάρχει ο κίνδυνος ισχυρής τουρκικής αντεπίθεσης του Ομέρ Βρυώνη από Βορρά, ο οποίος θέλησε στις αρχές Ιουνίου 1821 να εισβάλλει στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκε με πολυάριθμες δυνάμεις στη Λειβαδιά. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάλαβε τον κίνδυνο και με μια παράτολμη κίνηση έσπευσε με ολιγάριθμες δυνάμεις να οχυρωθεί στο μικρό κάστρο στο Σούρπι, αντίκρυ της Λειβαδιάς, στέλνοντας μήνυμα στο φίλο του τον Κολοκοτρώνη για άμεσες ενισχύσεις από το Μοριά.  Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος είχε ήδη ξεκινήσει την πολιορκία της Τριπολιτσάς με τις πρώτες μεγάλες νίκες σε Βαλτέτσι, Βέρβαινα και Δολιανά, αντελήφθη το στρατηγικό κίνδυνο. Διέταξε αμέσως τον ανιψιό του  Νικηταρά και τον Ηλία Μαυρομιχάλη με τα επίλεκτα τμήματά τους να μεταβούν  στην Κόρινθο, να παραλάβουν όσους μπορούσαν από την εκεί πολιορκία της πόλης, να στρατολογήσουν όσους επιπλέον μπορούσαν καθ’οδόν και να σπεύσουν προς ενίσχυση του Ανδρούτσου.

Ο Νικηταράς και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ενώθηκαν στο Άργος, πέρασαν μαζί στην Κόρινθο όπου στρατολόγησαν Υδραίους, Ποριώτες, Μεγαρίτες και άλλους και κατόρθωσαν να φτάσουν μέσω Δερβενοχωρίων στη Θήβα, με επτακόσιους περίπου άνδρες. Στη συνέχεια, ο Γέρος έστειλε ως οπισθοφυλακή αυτής της δύναμης τον Παπαφλέσσα, τον Παναγιώτη Κεφάλα, το Νικόλαο Πετιμεζά και τον πρωτότοκο γιό του τον Πάνο Κολοκοτρώνη, για να οχυρώσουν τον Ισθμό και να ασφαλίσουν κάθε διάβαση προς το Μοριά. Αφού εξασφάλισε αρχικά τη διάβαση του Ισθμού, ο Κολοκοτρώνης έστειλε την ίδια την προσωπική του σωματοφυλακή με επικεφαλή τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο, ένα εξαιρετικά επίλεκτο στρατιωτικό τμήμα 800 ορεσίβιων Αρκάδων, να αντικαταστήσει το σώμα του Παπαφλέσσα και του Πάνου Κολοκοτρώνη που επέστρεψαν στην Τριπολιτσά. Ο Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος προωθήθηκε αρχικά στον Ισθμό και στη συνέχεια στην ευρύτερη περιοχή του Ασπροπύργου, προκειμένου να έχει ετοιμότητα είτε να ενισχύσει ως εφεδρεία το Νικηταρά και τους Μαυρομιχαλαίους στη Θήβα, είτε, σε περίπτωση ήττας του Νικηταρά και των Μαυρομιχαλαίων να συγκρατήσει τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη που θα διέρχονταν σε αυτή την περίπτωση από τα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας και θα εισέβαλλαν στο Μοριά.  


Οι δυνάμεις του Νικηταρά και των Μαυρομιχαλαίων προωθήθηκαν από Θήβα προς Γρανίτσα, το χωριό απέναντι από το Σούρπι, και προσέβαλλαν τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη, αρχίζοντας έτσι τον επιβραδυντικό αγώνα. Η υπεροπλία και το πολυάριθμο όμως των Οθωμανών ανάγκασε τις δυνάμεις του Νικηταρά και των Μαυρομιχαλαίων να συμπτυχθούν προς Σούρπι, υπό την κάλυψη των δυνάμεων του Ανδρούτσου.

Ο Κολοκοτρώνης όμως από την Τριπολιτσά, αυτός ο δαιμόνιος στρατηγός, ευτυχώς είχε προλάβει να στείλει κι άλλες ενισχύσεις με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον Τσαλαφατίνο. Οι δυνάμεις του Τσαλαφατίνου έφτασαν την κρίσιμη στιγμή και ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Νικηταρά, των Μαυρομιχαλαίων και του Ανδρούτσου. Οι δυνάμεις του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη τοποθετήθηκαν στην Πέτρα Βοιωτίας, πίσω από την τοποθεσία της Λειβαδιάς και πάνω στον τότε δρόμο προς τη Θήβα, προκειμένου να οχυρωθεί εκεί και να αποτελέσει τοποθεσία επιβραδύνσεως των δυνάμεων του Ομερ Βρυώνη σε περίπτωση δυσμενούς εξέλιξης των επιχειρήσεων στη Λειβαδιά. Η Οθωμανική πλημμυρίδα όμως των δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη έπεσε πάνω στις δυνάμεις του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αναγκάζοντάς τον μετά από σκληρό επιβραδυντικό αγώνα να οπισθοχωρήσει προς την περιοχή των σημερινών Ερυθρών (χωριά Κριεκούκι και Κόκλα). Εκεί έφτασαν μετά από μια ημέρα και οι δυνάμεις του Νικηταρά, του Τσαλαφατίνου και των Μαυρομιχαλαίων από το Σούρπι. Στο Κριεκούκι οι Μοραΐτικες δυνάμεις ανασυντάχθηκαν, αφήνοντας εκεί τον Τσαλαφατίνο και τους Πετιμεζέους προς ενίσχυση των δυνάμεων του Ανδρούτσου που ανέλαβε την παραμονή στην Ανατολική Ρούμελη για παρεμπόδιση της επικοινωνίας των Οθωμανών στη γραμμή Λαμίας – Λειβαδιάς, ενώ οι υπόλοιπες Μοραΐτικες δυνάμεις αποτραβήχτηκαν στον Ισθμό της Κορίνθου, προκειμένου να αποτελέσουν την έσχατη γραμμή αμύνης σε περίπτωση που οι δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη περνούσαν την Πάρνηθα και εισέβαλαν στο Μοριά.

Πίσω στην Αττική, ο Ομέρ Βρυώνης κατέλαβε στις 18 Ιουλίου 1821 με ισχυρή δύναμη το Λιάτανι. Εκεί προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει ο αποδυναμωμένος από το κατεστημένο των Αθηνών Καπετάν Μελέτης, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο απειροπόλεμος αρχηγός των Αθηναίων Λυμπέρης Λυμπερόπουλος, μόλις άκουσε ότι ο Καπετάν Μελέτης δεν κατάφερε να νικήσει στο Λιάτανι, αντί να οργανωθεί στην οχυρωμένη Αθήνα με το τείχος της, κατέφυγε έντρομος με τους Αθηναίους στη Σαλαμίνα και την Αίγινα. Ο Ομέρ Βρυώνης εισήλθε στην ερημωμένη Αθήνα και ενώθηκε με τους Τούρκους της Ακρόπολης. Γύρω από την Αθήνα είχαν μείνει μικρά τμήματα Ελλήνων επαναστατών που προκαλούσαν φθορά στους Τούρκους με τακτικές ανταρτοπολέμου. Ο Ομέρ Βρυώνης, φοβούμενος ότι θα κυκλωθεί από το Νικηταρά και το Μαυρομιχάλη, που μετά την άλωση της Τριπολιτσάς προωθήθηκαν εκ νέου στη Ρούμελη, ενίσχυσε τη φρουρά της Ακρόπολης με 300 ιππείς και έφυγε με όλο το στρατό του. Η Πάρνηθα είχε κρατήσει, η Τριπολιτσά είχε πέσει, ό Κολοκοτρώνης στο Μοριά ήταν πανίσχυρος και έτοιμος να ανέβει στη Ρούμελη για να τσακίσει τον Ομέρ Βρυώνη. Ήταν η πρώτη μεγάλη δικαίωση του στρατηγικού σχεδιασμού του Γέρου!

Στο μεταξύ όμως είχε ξεκινήσει η μεγάλη αντεπίθεση των Τούρκων για να καταπνίξουν την Επανάσταση, από δύο άξονες: Ο πρώτος άξονας από την Ήπειρο, όπου οι τούρκοι πολιόρκησαν το Μεσολόγγι και ο δεύτερος άξονας με τη φοβερή στρατιά 40.000 τούρκων του Δράμαλη Πασά προς τη Ρούμελη και το Μοριά. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον Ανδρούτσο και το Νικηταρά να συγκροτήσουν στη Ρούμελη μια γενικότερη δύναμη καλύψεως, με έσχατη γραμμή επιβραδύνσεως προς νότο την Πάρνηθα, προσπαθώντας να επιβραδύνουν την κάθοδο του Δράμαλη μέχρι την κατάληψη της Ακρόπολης των Αθηνών και την αμυντική οργάνωση της πόλης. Ήρθαν έτσι οι νίκες στην Αγία Μαρίνα και στη Στυλίδα, στις αρχές Απριλίου 1822. Στο μεταξύ, είχε καταφτάσει στην Αθήνα ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, υπό την αρχηγία του οποίου οι Έλληνες κατόρθωσαν μετά από πολύμηνη πολιορκία να καταλάβουν την Ακρόπολη, την οποία οι έγκλειστοι Τούρκοι παρέδωσαν με συνθήκη στις 9 Ιουνίου 1822.

Αμέσως μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας ότι ανοίγει ο δρόμος προς την απελευθέρωση, έστειλε τον Ανδρούτσο με το Νικηταρά στην Αθήνα, προκειμένου να διασφαλιστεί το στρατηγικό βάθος του Λεκανοπεδίου της Αττικής αλλά και τα λιμάνια του Φαλήρου και της Ελευσίνας. Έτσι, στις 21 Αυγούστου 1822 ο Ανδρούτσος με το Νικηταρά κατέφθασαν στην Αθήνα, την οποία οργάνωσαν αμυντικά αλλά και πολιτικά. Μαζί τους ήταν και ο καπετάν Μελέτης, εξαιρετικά ενισχυμένος πολιτικά και στρατιωτικά. Ταυτόχρονα λύθηκε και η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου με νίκη των Ελλήνων. Το χάραμα του 1823 βρήκε λοιπόν την επαναστατημένη Ελλάδα de facto ελεύθερη, κατέχοντας το Μοριά και την Αττική, καθώς και τη δυτική Ελλάδα από το Μεσολόγγι και τα Άγραφα μέχρι το Σούλι. Αυτό ακριβώς κατέδειξε το περίφημο δόγμα Μονρόε του 1823, με το οποίο οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη δημιουργία ελεύθερης Ελληνικής επικράτειας με τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων. Ο στρατηγικός σχεδιασμός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είχε δικαιωθεί πανηγυρικά!

Τότε όμως ξέσπασαν οι δύο ολέθριοι εμφύλιοι, που είχαν σαν αιτία τον τρόπο που θα διοικούνταν η ελεύθερη πια Ελλάδα. Οι λαϊκοί αγωνιστές απαιτούσαν διακυβέρνηση που θα έδινε πραγματικά δημοκρατικά προνόμια στον απλό λαό. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από το ντόπιο αρχοντολόι. Έτσι, στο Μοριά φυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης, αφού του δολοφόνησαν και τον πρωτότοκο γιό του τον Πάνο, ενώ στην Αττική δολοφονήθηκε ο Ανδρούτσος και ο Καπετάν Μελέτης Βασιλείου. Η δολοφονία του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου είναι η πιο σκοτεινή σελίδα της τοπικής ιστορίας, η οποία δυστυχώς έχει ακόμη σκοτεινότερες προεκτάσεις.

Μπροστά στην έλευση του Ιμπραήμ και του Κιουταχή, η Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε την αρχιστρατηγία του Μοριά στον Κολοκοτρώνη και της Ρούμελης στον Καραϊσκάκη. Προτού αναχωρήσει η Καραϊσκάκης για την εκστρατεία του στη Ρούμελη, ο Κολοκοτρώνης τον κάλεσε μυστικά στο Άργος, όπου οι δύο Αρχιστράτηγοι συνομίλησαν απολύτως μόνοι τους σε ένα περιβόλι. Είναι η στιγμή που η Ελλάδα κράτησε την ανάσα της, γιατί ο Κολοκοτρώνης παρουσίασε το σχέδιό του στον Καραϊσκάκη: Ο Γέρος θα πολεμούσε τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ με ελάχιστες δυνάμεις στο Μοριά εφαρμόζοντας ανταρτοπόλεμο και στέλνοντας όλα τα επίλεκτα μοραΐτικα στρατεύματα με επικεφαλής το γιό του Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον ανιψιό του το Νικηταρά στην εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη. Ο Καραϊσκάκης στη Ρούμελη θα νικούσε τον Τούρκο Κιουταχή και στη συνέχεια θα κατέβαινε στο Μοριά για να ενωθεί με τον Κολοκοτρώνη και να συντρίψουν μαζί τον πανίσχυρο Ιμπραήμ, που θα είχε εξαντληθεί από τον ανταρτοπόλεμο. Στη συνέχεια, οι δυο Αρχιστράτηγοι θα επέβαλλαν τον Καποδίστρια στο ντόπιο αρχοντολόι και στις μεγάλες δυνάμεις. Ο Καραϊσκάκης συμφώνησε με το σχέδιο και πρότεινε να ανταλλάσουν μυστικά μηνύματα με τον Κολοκοτρώνη μέσω έμπιστων ανθρώπων. Ο Κολοκοτρώνης πήρε γραμματέα του τον έμπιστο του Καραϊσκάκη το Βαλτινό, ενώ ο Καραϊσκάκης πήρε μαζί του το Νικηταρά, ανιψιό του Κολοκοτρώνη, μέσω των οποίων αντάλλασαν οι δύο Αρχιστράτηγοι τη μυστική αλληλογραφία τους.
Ο Καραϊσκάκης συγκέντρωσε αρχικά στο Μεγάλο Πεύκο και στη συνέχεια στην Ελευσίνα τη μεγαλύτερη δύναμη στη διάρκεια της επανάστασης (πάνω από 10.000 άνδρες) και ξεκίνησε τη μεγάλη εκστρατεία του στη Βοιωτία. Τώρα που δεν ζούσε ο Καπετάν Μελέτης για να κρατήσει την Πάρνηθα, ο Καραϊσκάκης έπρεπε να καταστρέψει τις εφεδρείες του Κιουταχή στη Βοιωτία. Ήρθαν έτσι οι θρίαμβοι του Καραϊσκάκη στην Αράχοβα και το Δίστομο. Πλέον ο Κιουταχής είχε εγκλωβιστεί στην Αθήνα και ο Καραϊσκάκης ετοιμάζονταν να τον συντρίψει. Στο μεταξύ είχε καταφτάσει και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με 1.700 επίλεκτους Αρκάδες, ως ενίσχυση του Καραισκάκη για την τελική μάχη των Αθηνών. Ο Γενναίος, όπως και η σωματοφυλακή του πατέρα του λίγα χρόνια νωρίτερα, έπιασε αμέσως την περιοχή του Ασπροπύργου, για να εξασφαλίσει την ασφαλή  επιστροφή των στρατευμάτων του Καραϊσκάκη από τα στενά της Πάρνηθας αλλά και τη μετακίνηση των υπολοίπων στρατευμάτων από την Ελευσίνα στο Χαιδάρι. Σώζεται μάλιστα επιστολή του Γενναίου προς τον πατέρα του, απεσταλμένη από τα Καλύβια, το σημερινό Ασπρόπυργο, με την οποία τον πληροφορεί ότι κατέλαβε την τοποθεσία του Ασπροπύργου, ενώ κάνει μνεία και στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, με την οποία οι Κολοκοτρωναίοι είχαν πάντοτε ιδιαίτερο θρησκευτικό δεσμό.

Δυστυχώς όμως, οι εμφύλιες έριδες των Ελλήνων, οι οποίες είχαν φουντώσει μετά και τη φήμη ότι ο γιός του Κολοκοτρώνη Γενναίος θα παντρευτεί την κόρη του Καραϊσκάκη Ελένη, οδήγησαν στη δολοφονία του Καραϊσκάκη στο Φάληρο, στις 23 Απριλίου 1827. Σήμερα, με τα στοιχεία που έχουμε πλέον στα χέρια μας, μπορούμε να μιλάμε ξεκάθαρα για δολοφονία. Και μάλιστα, όσοι έχουμε ασχοληθεί εξαντλητικά με το θέμα, έχουμε καταλήξει και στο όνομα του δολοφόνου. Ένα από τα βασικά τεκμήρια είναι το χειρόγραφο του Ιωάννου Σταυριανού, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο θανάσιμο τραυματισμό του Καραϊσκάκη, όπου αναγράφει χαρακτηριστικά «Τότε είδωμεν εκπυρσοκρότησιν όπλου από τον ημέτερον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραίσκου…». Και μπορεί για λόγους αποφυγής εμφυλίων διενέξεων να έχει τεχνηέντως σκιστεί το κομμάτι του χειρογράφου που αναφέρει ρητά το όνομα του δολοφόνου, το οποίο όμως είναι γνωστό στους μυημένους, αλλά στο υπόλοιπο χειρόγραφο περιγράφεται ξεκάθαρα το ποιος είναι ο δολοφόνος και από πού κατάγεται. Στο βιβλίο μάλιστα που εξέδωσε πρόσφατα η  Εταιρεία Στερεοελλαδικών Σπουδών, η συγγραφέας κ. Τσουγκαράκη - Αγγελομάτη κάνει εκτεταμένη ανάλυση και αναφέρεται περιγραφικά στην ταυτότητα του δολοφόνου. Όποιος το μελετήσει και το συγκρίνει με άλλες ιστορικές πηγές, θα διαπιστώσει ότι η περιγραφή του δολοφόνου του Καραϊσκάκη συμπίπτει με τα όσα η προφορική ιστοριογραφία της ευρύτερης περιοχής της Πάρνηθας έχει διασώσει για το όνομα των δολοφόνων του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου. Και αφορά σε οικογένεια της ευρύτερης περιοχής, η οποία αμέσως μετά την έλευση του Όθωνα και της Βαυαρικής βασιλείας βρέθηκε να κατέχει τμήμα των παλιών τούρκικων τσιφλικιών στην ευρύτερη περιοχή των Αχαρνών και των Λιοσίων.

Το αποτέλεσμα της δολοφονίας του Καραϊσκάκη ήταν να μείνει ακέφαλο το Ελληνικό στράτευμα, να οδηγηθεί από τον Άγγλο Τσωρτς στην καταστροφική μάχη στον Ανάλατο και να διαλυθεί η μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων στην Αττική. Ευτυχώς τουλάχιστον, πριν το θάνατό του, ο Καραϊσκάκης είχε επιβάλλει μαζί με τον Κολοκοτρώνη την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας. Ερχόμενος ο Καποδίστριας στην Ελλάδα άρχισε έναν διπλωματικό μαραθώνιο, πετυχαίνοντας τελικά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, με την οποία άνοιξε η διπλωματική οδός για την ανεξαρτησία.   

Αγαπητοί φίλοι, από τα όσα αναφέραμε εν τάχει απόψε, περιγράφεται η ζωτική σημασία που είχε η Πάρνηθα και ο Ασπρόπυργος στο γεωστρατηγικό σχεδιασμό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Αυτό όμως που κατανόησε ο Κολοκοτρώνης τότε, έμελε να επηρεάσει και τη νεώτερη ιστορία της χώρας, όσο και αν αυτό διαφεύγει πια στις μέρες μας. Και διαφεύγει γιατί, δυστυχώς, εξετάζουμε την ιστορία μεμονωμένα κατά ιστορικές περιόδους και κατά γεωγραφικούς χώρους, χωρίς να την αντιλαμβανόμαστε ως ενιαία ροή αλληλένδετων γεγονότων στο σύνολο του γεωγραφικού χώρου. Την εξετάζουμε δηλαδή χωρίς να εφαρμόζουμε τη φράση του Ρωμαίου Κικέρωνα «Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία». Και το κάνουμε, ίσως, γιατί έτσι νομίζουμε ότι δεν θα ξύσουμε παλιές πληγές.

Ας αναλογιστούμε τα όσα αναφέραμε για τη σημασία της Πάρνηθας στην εθνεγερσία του 1821 και ας κάνουμε μια αναγωγή στις εποχές που ακολούθησαν από τότε μέχρι σήμερα. Θα κατανοήσουμε έτσι ότι τα στρατιωτικά κινήματα του 1933 και του 1935 απέτυχαν, γιατί οι στασιαστικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να διαβούν την Πάρνηθα από την Βοιωτία και, μέσω Ασπροπύργου, να ελέγξουν την είσοδο των Αθηνών αλλά και το Στόλο στο Σκαραμαγκά. Επίσης, θα κατανοήσουμε ότι το Δεκέμβριο του 1944 η εμφύλια μάχη για τον έλεγχο των Αθηνών θα είχε εντελώς διαφορετική κατάληξη εάν είχε επιτραπεί η κάθοδος από την Πάρνηθα στην Αθήνα των ισχυρότατων δυνάμεων του Άρη Βελουχιώτη που βρίσκονταν εκεί. Ομοίως, θα κατανοήσουμε ότι το αποτέλεσμα των Δεκεμβριανών του 1944 θα ήταν επίσης διαφορετικό αν οι αντικυβερνητικές δυνάμεις δεν έκαναν το λάθος να μην εξασφαλίσουν την περιοχή του Ασπροπύργου πριν εισέλθουν στην Αθήνα. Αν έκαναν δηλαδή ότι και ο Κολοκοτρώνης.

Με αυτή τη συλλογιστική, θα κατανοήσουμε ότι μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η επιλογή του Ασπροπύργου για έδρα του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, όπως και του Μεγάλου Πεύκου για έδρα του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Ειδικών Δυνάμεων. Γιατί όπως ο Κολοκοτρώνης έστειλε στον Ασπρόπυργο την επίλεκτη προσωπική του σωματοφυλακή το 1821, όπως έστειλε πάλι στον Ασπρόπυργο το γιό του το Γενναίο Κολοκοτρώνη το 1826 με τις πλέον επίλεκτες δυνάμεις του Μοριά για να ελέγξει τη διάβαση από και προς Αθήνα, όπως η αρχική συγκέντρωση των στρατευμάτων του Καραϊσκάκη από το Μοριά έγινε στο Μεγάλο Πεύκο, εκεί δηλαδή που η Πάρνηθα ασφαλίζει τον κόλπο των Μεγάρων, έτσι και μετά από τον αδελφοκτόνο εμφύλιο μέχρι σήμερα, στον Ασπρόπυργο και στο Μεγάλο Πεύκο στρατοπεδεύουν οι δύο πλέον επίλεκτες στρατιωτικές δυνάμεις του Λεκανοπεδίου. Περιττό να υπενθυμίσω ότι  στο Σκαραμαγκά και στο Κέντρο «Παλάσκας», απέναντι από τον Ασπρόπυργο, εδρεύει και η Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού. Περιττό να θυμίσω ότι η Σχολή Πυροβολικού εδρεύει και αυτή στη Νέα Πέραμο. Και κυρίως, να θέσω υπόψη όλων ότι στο Τατόι, στην Ελευσίνα και στα Μέγαρα, κάτω δηλαδή από το τείχος που σχηματίζει η Πάρνηθα, ο Κιθαιρώνας και το όρος Πατέρας, βρίσκονται τα τρία πολεμικά αεροδρόμια της Αττικής. Υπάρχει πλέον κανείς στην αίθουσα που τα θεωρεί όλα αυτά τυχαία;

Και αν όλα αυτά έχουν πια σημασία μόνο για την πολεμική ιστορία της χώρας, ας αναλογιστούμε τη μεγάλη σημασία της Πάρνηθας και του παραλιακού μετώπου της στο σχεδιασμό των υποδομών της χώρας. Το 1889, όταν η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη ξεκίνησε το μεγάλο σχέδιο εκσυγχρονισμού της χώρας, αποφασίστηκε μαζί με το σιδηρόδρομο και τη διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου να συνταχθεί και ο κτηματικός χάρτης της χώρας. Για να γίνει όμως αυτό, έπρεπε η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού να ιδρύσει το τριγωνομετρικό δίκτυο της χώρας. Ως αρχικό σημείο βάσης για την ίδρυση του τριγονομετρικού δικτύου της χώρας καθορίστηκε η ψηλότερη κορυφή της Πάρνηθας, ενώ η πρώτη διαταγή εργασιών της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού ήταν η ακριβής μέτρηση της βάσης του Θριασίου πεδίου, δηλαδή η απόσταση Ασπρόπυργος – Ελευσίνα, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη του τριγονομετρικού δικτύου όλης της χώρας. Κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα.

Αγαπητοί Ασπροπύργιοι, η γη των πατέρων σας διαφύλαξε μια ανεκτίμητη κληρονομιά, που δεν είναι άμεσα ορατή, δεν ψηλαφίζεται. Ίσως γιατί, δυστυχώς, η ολοκληρωμένη αρχαιολογική έρευνα ήταν απαγορευμένη επί δεκαετίες στην περιοχή του Ασπροπύργου, μετά τον εμφύλιο. Την κληρονομιά αυτή όμως, την οσφραίνεται με τη γνώση ο ασκημένος ιστορικός ερευνητής  αλλά και ο διαισθανόμενος γεωπολιτικός επιστήμονας. Είναι αυτή η κληρονομιά που ώθησε τους προγόνους σας να μετονομάσουν την πόλη σε Ασπρόπυργο, προσπαθώντας να δώσουν μια άλλη, ευρύτερη ταυτότητα στην πόλη. Και θα τολμήσω να πω, με πλήρη επίγνωση των λεγομένων μου, ότι η απόφαση αυτή ήταν κάτι παραπάνω από σοφή, γιατί η πόλη σας δεν είναι απλώς Ασπρόπυργος, αλλά Πρόπυργος, δηλαδή το Προπύργιο της πόλης των Αθηνών. Γιατί ακριβώς αυτό ήταν, είναι και παραμένει ιστορικά και γεωγραφικά η πόλη σας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Και είναι πια ώρα, όλοι όσοι επιλέξαμε για τόπο μας τη σκιά της Πάρνηθας, να συστρατευτούμε σε μια μεγάλη προσπάθεια να αλλάξουμε τη μοίρα αυτής της περιοχής και να την κάνουμε αντάξια της ιστορικής και γεωγραφικής σημασίας της για την Αττική. Και αν κάποιος μας αποκαλέσει τρελούς, γιατί τα προβλήματα της περιοχής είναι τόσα πολλά και τόσο μεγάλα, να το θεωρήσετε καλό σημάδι. Γιατί και η γέρικη αλεπού που αντιλήφθηκε την αξία της Πάρνηθας, ο Γέρο Κολοκοτρώνης, είπε χαρακτηριστικά για την επανάσταση του 1821: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν θα εκάμαμεν την επανάστασιν»!

Σας ευχαριστώ!




ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΛΙΜΠΟΒΙΣΙ, ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΕΠΕΤΕΙΑΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ


Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα της Τριπολιτσάς και της Τσακωνιάς, κύριε Δήμαρχε της Τριπολιτσάς, κύριε  Αντιπεριφερειάρχα της Αρκαδίας, κύριε πρόεδρε του Δημοτικού Συμβουλίου, κύριοι Βουλευτές, κύριοι δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι, εκλεκτοί προσκεκλημένοι, αγαπητοί πατριώτες,

Είναι μεγάλη τιμή, αλλά και ευθύνη, να αξιώνομαι την εκφώνηση ιστορικού λόγου κάτω από τη βαριά και ιερή σκιά της πατρογονικής εστίας των Κολοκοτρωναίων, εδώ στο Λιμποβίσι. Γιαυτό ακριβώς και δεν μου επιτρέπεται να δειλιάσω. Στη σημερινή ομιλία δεν θα μιλήσω ως ιστορικός ερευνητής για την άλωση της Τριπολιτσάς και το ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Αυτά έχουν αναδειχθεί επαρκώς στα 196 χρόνια που έχουν παρέλθει από τότε. Αντί αυτού, θα μιλήσω ως γεωπολιτικός αναλυτής και θα προσπαθήσω να αναδείξω την  καθοριστική συμβολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της Τριπολιτσάς στην εθνική και πολιτική ταυτότητα του νεώτερου Ελληνισμού. Γιατί ακριβώς αυτή η απαράγραπτη εθνική και πολιτική παρακαταθήκη του Κολοκοτρώνη και της Τριπολιτσάς, είναι οι βαθύτερες αιτίες για τις λυσσώδεις προσπάθειες ορισμένων να κηλιδώσουν το ιστορικό αποτύπωμα της Τριπολιτσάς και του Κολοκοτρώνη.



Η Εθνεγερσία ξεκίνησε το 1821 σε ολόκληρη σχεδόν την ελληνική επικράτεια. Στην Αρκαδία και το Μωριά όμως, δεν ξεκίνησε το 1821, γιατί απλούστατα εδώ το Έθνος δεν κάμφθηκε ποτέ. Ο Μωριάς και η Αρκαδία, υπήρξαν το απόλυτο προπύργιο της καθολικής αντίστασης απέναντι στον αλλοεθνή, αλλόθρησκο και βάρβαρο Οθωμανό κατακτητή. Αφηγείται χαρακτηριστικά ο Κολοκοτρώνης «..ώστε απ’ όταν εφάνηκαν εις τα μέρη μας οι Τούρκοι, ποτέ δεν τους ανεγνώρισαν, αλλ’ ήσαν εις αιώνιον πόλεμον». Στα βουνά της Αρκαδίας και του Μωριά διατηρήθηκε η εθνική παιδεία, οι παραδόσεις και η ιστορία του Ελληνικού Γένους. Τεκμηριώθηκε έτσι πλήρως η εθνική νομιμοποίηση της αδιάκοπης επαναστατικότητας. Το λέει ξεκάθαρα ο Κολοκοτρώνης: «Ο Βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκαμε».

Αλλά και οι Οθωμανοί αντιλήφθηκαν σχεδόν αμέσως, ότι οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ δεν θα έκαναν ποτέ τους ράι, δεν θα γίνονταν ποτέ ραγιάδες, όπως έλεγαν οι Οθωμανοί τους προσκυνημένους. Κατάλαβαν αμέσως ότι οι Έλληνες θα έμεναν ανυπότακτοι γύρω από τα βουνά της Τριπολιτσάς και δεν θα έπαυαν ποτέ να αγωνίζονται για ελευθερία, ακριβώς όπως τα πουλιά κελαηδούν πάνω στα δέντρα όταν είναι ελεύθερα. Γιαυτόν ακριβώς το λόγο επέλεξαν για έδρα τους τη μικρή πόλη που βρήκαν στο μαντινειακό κάμπο, κάνοντάς τη συνώνυμο της Οθωμανικής κατοχής στο Μωριά. Μετέτρεψαν τη μικρή πόλη σε «Κλουβί του πουλιού», γιατί αυτό ακριβώς σημαίνει στην παλιοτουρκική η ονομασία «Trapolicse».

Έτσι, η Τριπολιτσά έγινε η πανίσχυρη έδρα του Μώρα Βαλεσή, του Διοικητή του Μωριά, με τους γενίτσαρους και τα τρομερά μπουντρούμια του Σεραγιού, με τα ουρλιαχτά των φυλακισμένων να αντηχούν σε όλη την πόλη από τους φρικαλέους βασανισμούς. Στο κέντρο της πόλης υπήρχε ο φοβερός πλάτανος της Τριπολιτσάς, όπου οι Οθωμανοί κρέμαγαν τους Έλληνες όποτε τους έκανε κέφι. Στην αρχή της πόλης υπήρχε η τρομερή παλουκόραχη, όπου οι Οθωμανοί παλούκωναν ζωντανούς εκατοντάδες Έλληνες και τους άφηναν άθαφτους να τους φάνε τα όρνεα. Στις εισόδους της πόλης υπήρχαν πυραμίδες με ασβεστωμένα κεφάλια Ελλήνων από τις σφαγές που έκανε το τουρκικό ασκέρι, σε κάθε υποψία ανυπακοής προς τον κατακτητή. Παράλληλα, ο τούρκικος τρόπος δόμησης, με τα πολύ στενά σοκάκια και τους ανοικτά χαντάκια αποχέτευσης που έρρεαν σε κοινή θέα, είχαν προσδώσει στην πόλη το θλιβερό προσωνύμιο της «αθλίας Τριπολιτσάς», όπως της αποκαλούσαν οι Έλληνες. Το όνειρο λοιπόν των σκλαβωμένων Ελλήνων για ελευθερία, ήταν ερμητικά φυλακισμένο στην Τριπολιτσά, στο «Κλουβί του πουλιού».

Αυτό ακριβώς το «κλουβί του πουλιού» έσπασε με τη στρατηγική του σκέψη ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μια στρατηγική σκέψη που συνέδεε ευθέως την απελευθέρωση ολόκληρης της Ελλάδας με την άλωση της Τριπολιτσάς. Κι ενώ το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη εγκρίθηκε από τον Καποδίστρια τον Αύγουστο του 1820, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από το αρχοντολόι του Μωριά. Πάλεψε πολύ ο Γέρος για να επιβάλλει το σχέδιό του και χρειάστηκε να περάσει από την προσωπική του Γεσθημανή, όταν λύγισε κλαίγοντας στην εκκλησία της Παναγιάς στο Χρυσοβίτσι. Η επιβολή όμως του σχεδίου του Κολοκοτρώνη και οι επιτυχίες του σε Βαλτέτσι, Βέρβενα και Δολιανά, προκάλεσαν πολιτικές εξελίξεις, οδηγώντας στο σχηματισμό πολιτικής διοίκησης, αρκετούς μήνες πριν την άλωση της Τριπολιτσάς. Τα αλυσιδωτά γεγονότα αυτής της εξελικτικής πολιτικής διαδικασίας, στο Πάπαρη, στο Χρυσοβίτσι, στις Καλτεζές και στα Τρίκορφα, οδήγησαν στο σχηματισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας, η οποία παρά τα όποια λάθη της δεν παύει να αποτελεί την πρώτη πολιτειακή ανασύσταση από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Με βάση τη μοναδική προσωπικότητα και στρατηγική ιδιοφυία του Κολοκοτρώνη, οι πολεμικές επιτυχίες ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτες. Και ακριβώς για το λόγο αυτό ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτη και η υπονόμευση του Γέρου από τα οικονομικά και πολιτικά τζάκια της εποχής, που δεν μπορούσαν να ανεχθούν έναν απλό κλεφταρματωλό από τα φτωχοχώρια της Τριπολιτσάς να ηγείται της επανάστασης. Ο Κολοκοτρώνης ως Αρχιστράτηγος του αγώνα ήταν αλάνθαστος και κατήγαγε θριάμβους. Όποτε χρειάστηκε, ο Γέρος τσάκισε και τους Οθωμανούς αλλά και τους Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ, επιβάλλοντας de facto μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα την ελευθερία του Μωριά, της Αττικοβοιωτίας και της δυτικής Ρούμελης.

Αλλά το πρόβλημα δεν ήταν ο μεγάλος και προαιώνιος εθνικός αντίπαλος. Το πρόβλημα ήταν η μεγάλη και προαιώνια εθνική κατάρα: η φιλαρχία, η οποία οδήγησε στην ακραία πολιτική σύγκρουση και στον εθνικό διχασμό. Εκεί οφείλονται όλα τα προβλήματα της πολιτικής ταυτότητας του ελεύθερου Κράτους, οι εμφύλιοι πόλεμοι και η ανακοπή της θυελλώδους ορμής της επανάστασης, η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναβαρίνο, η δολοφονία του Καποδίστρια και η επιβολή της Βαυαρικής Βασιλείας στη χώρα.

Σήμερα, η μεγάλη παρακαταθήκη του Κολοκοτρώνη, δεν είναι απλώς οι τεράστιες στρατιωτικές επιτυχίες του. Είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν το εθνικό συμφέρον, ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν την πολιτική και πολιτισμική ταυτότητα του Ελληνισμού. Και το απέδειξε με τις πράξεις του αλλά και με τη στάση ζωής του, βάζοντας πάντα πάνω από όλα το συμφέρον της πατρίδας. Και όταν χρειάστηκε, όχι μόνο θυσίασε το προσωπικό του συμφέρον, αλλά πλήρωσε και πανάκριβο τίμημα. Οι απάνθρωπες φυλακίσεις και η δολοφονία του παιδιού του, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας.

Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να διασφαλίσει τη λαϊκή συμμετοχή στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και δεν δίστασε ακόμα και να συγκρουστεί με το ντόπιο και ξένο κατεστημένο για να αποτρέψει τη μονομερή παράδοση της εξουσίας στα τζάκια της εποχής. Η συμβολή του στην πολιτειακή ανασύσταση της Ελλάδας με την ουσιαστική μετεξέλιξη της Πελοποννησιακής Γερουσίας κατά τη διάρκεια της επανάστασης ήταν καταλυτική. Όπως επίσης ήταν καταλυτική η στάση του έναντι του διεθνούς παράγοντα, όταν επέβαλε την εκλογή του Καποδίστρια, μέσα από τις συμπληγάδες της διεθνούς διπλωματίας και τους εγχώριους σφετεριστές της εξουσίας. Επίσης ήταν προφητική η προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη προς τον Όθωνα ότι ο λαός θα εξεγείρονταν με την πολιτική που ακολουθούσε η μοναρχία, αλλά και τον τρόπο που αυτή ασκούνταν. Όπως και ακριβώς έγινε τελικά, με το κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη του 1843, λίγους μήνες μετά το θάνατο του Γέρου.

Αντίστοιχη όμως είναι και η προσφορά του Κολοκοτρώνη στη διατήρηση της  πολιτισμικής ταυτότητας του Ελληνισμού. Ο Γέρος καταλάβαινε πολύ καλά τη σημασία της θρησκείας, της γλώσσας και της μόρφωσης στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας. Γιαυτό και αγωνίστηκε για την αποτροπή της πολιτισμικής αλλοίωσης του ελληνισμού από τις ξένες δυνάμεις. Η συμβολή του στη στήριξη της ορθοδοξίας και στην ίδρυση του πανεπιστημίου Αθηνών υπήρξε καθοριστική. Και το έκανε συνειδητά, γιατί είχε πλήρη επίγνωση ότι η έννοια του Έθνους προσδιορίζεται από τρία βασικά πολιτισμικά στοιχεία, δηλαδή τη συνείδηση της κοινής εθνικής καταγωγής, της κοινής γλώσσας και της κοινής θρησκείας.  Γιαυτό όταν ο Κολοκοτρώνης μίλησε στην Πνύκα, είπε στους νέους των Αθηνών: «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος». 

Σήμερα, 196 χρόνια μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς, το εθνικό και πολιτικό της αποτύπωμα παραμένει ανεξίτηλο, όσο και αν προσπαθούν ορισμένοι νεόκοποι αναθεωρητές της ιστορίας να το παραχαράξουν. Η Άλωση της Τριπολιτσάς δεν αποτέλεσε απλώς τη βάση για την Παλιγγενεσία, αλλά καθόρισε και την πολιτική ταυτότητα του νεώτερου Ελληνισμού. Η πολιτειακή ανασύσταση του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους στην Αρκαδία, δεν έγινε απλώς για την πολιορκία της Τριπολιτσάς, αλλά έγινε εν’ ονόματι  του Γένους, δηλαδή στο όνομα της κοινής εθνικής καταγωγής και ταυτότητας, της κοινής γλώσσας και θρησκείας. Και όπως αναγράφουν οι πολιτικές πράξεις του Χρυσοβιτσίου και των Καλτεζών, αυτά έγιναν το α’ έτος της ελευθερίας,  δηλαδή θεωρούσαν ότι μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εδώ στην Τριπολιτσά γίνονταν η πρώτη ανασύσταση ελεύθερης κρατικής διοίκησης του Γένους. Και μετρούσαν ξανά την απαρχή του χρόνου από την απαρχή της ελευθερίας τους.  

Σε αυτό ακριβώς το σημείο οφείλεται και η έννοια της άλωσης αντί της απελευθέρωσης. Οι μόνες πόλεις για τις οποίες ο Ελληνισμός χρησιμοποιεί τον όρο της άλωσης είναι για την Κωνσταντινούπολη και για την Τριπολιτσά. Το 1453 αλώθηκε η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς, ενώ το 1821 αλώθηκε η Οθωμανική αθλία Τριπολιτσά από τους επαναστατημένους Έλληνες. Το 1453 στην Κωνσταντινούπολη καταλύθηκε η κρατική υπόσταση του Ελληνισμού, ενώ το 1821 στην Τριπολιτσά καταλύθηκε η κρατική υπόσταση των Οθωμανών και αναβίωσε ξανά η κρατική υπόσταση του Γένους. Το 1453 στην Κωνσταντινούπολη είχαμε ενταφιασμό του Ελληνισμού και το 1821 στην Τριπολιτσά είχαμε εθνεγερσία. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συμβολίζει το ένδοξο τέλος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης την ένδοξη Παλιγγενεσία. Γιαυτό ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είναι η μεγαλύτερη φυσιογνωμία του Νεώτερου Ελληνισμού μετά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Όσο και να λυσσομανούν διαχρονικά οι εξωνημένοι κονδηλοφόροι εντός και εκτός της χώρας, η Τριπολιτσά και ο Κολοκοτρώνης ήταν, είναι και θα παραμένουν πάντοτε, τα πυργωμένα ορόσημα της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

Αγαπητοί φίλοι, τα ιστορικά παράσημα της Τρίπολης και του Κολοκοτρώνη τα έχει καταγράψει ανεξίτηλα η ιστορία και οι πρωτογενείς ιστορικές πηγές. Και γιαυτό δεν μπορεί να τα σβήσει κανείς, όσο και αν προσπαθεί το διαχρονικό κατεστημένο των Αθηνών που δημιούργησε ο Όθωνας με τη βαυαρική αντιβασιλεία, ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλλέτης. Γιαυτό ακόμα και σήμερα, 174 χρόνια από το θάνατο του Κολοκοτρώνη, το διαχρονικό αυτό κατεστημένο τον πολεμάει λυσσωδώς ακόμα και στον τάφο. Όλοι μας έχουμε εικόνα των θλιβερών δημόσιων τοποθετήσεων από περιώνυμα πρόσωπα, των πανάκριβων δήθεν επιστημονικών ιστορικών εκπομπών που προβάλλονταν μέχρι πρόσφατα από μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας, των πανάκριβων εκδοτικών λιβελογραφημάτων που επιχειρούν να αμαυρώσουν την προσφορά του Κολοκοτρώνη και να κηλιδώσουν την Άλωση της Τριπολιτσάς. Αλλά το θέμα δεν είναι ο Κολοκοτρώνης ως πρόσωπο. Δεν είμαστε γραφικοί προσωπολάτρες, όπως επιχειρούν με επιτηδευμένη κακεντρέχεια να μας παρουσιάσουν όλους όσοι αγωνιζόμαστε για την υπεράσπιση της ιστορικής δικαιοσύνης. Το θέμα είναι η υπεράσπιση των εθνικών αγώνων που έδωσαν οι πρόγονοί μας σε αυτά τα χώματα και στους οποίους εθνικούς αγώνες ηγήθηκε λαοπρόβλητα ο Κολοκοτρώνης.

Σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια από τώρα, η χώρα θα γιορτάσει τα 200 χρόνια από την εθνεγερσία του 1821. Είναι η χρονιά που πολύ φοβάμαι ότι η χώρα, μετά τον δημοσιονομικό και πολιτικό της μύθο, θα ζήσει και την κατάρρευση του εθνικού και ιστορικού της μύθου. Έχει αναρωτηθεί κανείς που και με ποιόν τρόπο θα γίνουν οι κεντρικές εκδηλώσεις για τα διακοσάχρονα της εθνεγερσίας, με συμμετοχή της πολιτειακής, πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής ηγεσίας της χώρας; Έχει αναρωτηθεί κανείς ποιο χρονικό σημείο θα θωρήσουμε ως πολιτική και θρησκευτική αφετηρία για την εθνεγερσία; Θα είναι η Αγία Λαύρα όπως μας επέβαλαν οι Bαυαροί, ή θα είναι τα όσα διαδραματίστηκαν στα χώματα της Τριπολιτσάς; Και αν θεωρήσουμε ως αφετηρία τα γεγονότα που συνέβησαν εδώ, τότε δεν πρέπει να αναγνωρίσει επιτέλους το επίσημο κράτος ότι ο αρχιστράτηγος που πήρε την Τριπολιτσά ήταν ο Κολοκοτρώνης και όχι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης που εξέλεξε ως αρχιστράτηγο η Πελοποννησιακή Γερουσία;

Αγαπητοί συμπολίτες Τριπολιτσιώτες, οι πρόγονοί μας δεν μας κληροδότησαν απλώς την ελευθερία μας μέσα από τους εθνικούς αγώνες τους. Μας κληροδότησαν κάτι πολύ σημαντικότερο, που το παρέλαβαν και αυτοί από τους δικούς τους προγόνους: μας κληροδότησαν την εθνική μας ταυτότητα. Μπορεί η έννοια της εθνικής ταυτότητας να φαίνεται απλή και εύληπτη, αλλά είναι εξαιρετικά σύνθετη, καθώς συμπυκνώνει όλη την περιπλοκότητα του πολιτικού φαινομένου, κατά την Αριστοτελική έννοια του όρου. Η ανθρώπινη ιστορία έχει καταγράψει παγκοσμίως ότι η ταυτότητα είναι πάντοτε το πλέον κρίσιμο ζήτημα για την επιβίωση των κοινωνιών και των κρατών. Αναλογιστείτε αυτά που συμβαίνουν επί χρόνια στη μέση Ανατολή και ειδικά στη Συρία. Για τη θρησκεία, τη γλώσσα και την εθνική ταυτότητα γίνονται ακόμα και σήμερα οι φρικωδέστερες πολεμικές συρράξεις.

Η εθνική ταυτότητα της χώρας δεν είναι ούτε δεδομένη, ούτε ακίνητη στο χρόνο. Απαιτεί συνεχή εμβάθυνση και καλλιέργεια εντός της κοινωνίας. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, έχουμε παραμελήσει – για να μην πω ότι έχουμε εγκαταλείψει εντελώς – αυτή την καλλιέργεια της εθνικής μας ταυτότητας. Απεναντίας, έχουμε βυθιστεί σε ένα βαθύ τέλμα που δεν μας κρατά απλώς στάσιμους, αλλά μας απειλεί και με εξαφάνιση. Αν επαναπαυόμαστε στις δάφνες του ένδοξου παρελθόντος μας και δεν συμμετέχουμε δυναμικά στις σύγχρονες παγκόσμιες πολιτισμικές εξελίξεις, θα καταλήξουμε σε λίγα χρόνια ως έθνος να τρώμε εμείς τεχνολογικά βελανίδια όταν ο υπόλοιπος κόσμος θα χτίζει τεχνολογικούς Παρθενώνες. Επιπλέον, αν μέσα από θλιβερές ιδεοληψίες απαρνούμαστε την εθνική μας ταυτότητα, να γνωρίζουμε ότι κινδυνεύουμε να γίνουμε σύγχρονοι ραγιάδες. Και αυτή είναι η πλέον επικίνδυνη θεώρηση, γιατί δεν απειλεί απλώς με εξαφάνιση την εθνική ταυτότητα, αλλά γιατί υπό τη λεοντή ενός δήθεν προοδευτικού αναθεωρητισμού επιχειρείται η ισοπέδωση όλης της ιστορικής διαδρομής του Ελληνισμού μέχρι σήμερα. Μέσω αυτού του δόλιου δήθεν διεθνισμού, τίθεται σε άμεσο κίνδυνο η ίδια η  υπόσταση του Ελληνικού Έθνους. Θλιβερό παράδειγμα των ημερών μας, η προσπάθεια αναγνώρισης της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης από τη Βουλή των Ελλήνων.

Στους διαπρύσιους ιεροκήρυκες του δήθεν προοδευτικού αναθεωρητισμού της εθνικής ιστορίας, στους τελείως ανιστόρητους και βαθειά αμόρφωτους, που δόλια επιχειρούν σήμερα να νοθεύσουν την εθνική υπόσταση της εθνεγερσίας του 1821 και να την εμφανίσουν ως δήθεν ταξική επανάσταση και απότοκο των διαφόρων επαναστάσεων της Ευρώπης, τους απαντά ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης «Η επανάσταση η εδική μας δεν ομοιάζει με καμίαν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Τής Ευρώπης οι επαναστάσεις είναι εναντίον των διοικήσεών των, είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτον ό πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος».

Το μεγάλο καθήκον των Αρκάδων είναι να παραμένουμε θεματοφύλακες της εθνικής ιστορίας, να είμαστε πάντοτε πρόμαχοι στη διατήρηση της εθνικής μας ταυτότητας, μέσα στην παγκόσμια κοινωνία των εθνών κατά τη ροή του αιώνιου και ατελούς χρόνου. Να παραμένουμε ο ακλόνητος βράχος πάνω στον οποίο στηρίζεται  διαχρονικά η εθνική υπόσταση του Ελληνισμού, να υπενθυμίζουμε πάντοτε ότι η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για εθνική ανεξαρτησία. Γιαυτό να υπενθυμίζουμε σε όλους τα λόγια του Κολοκοτρώνη προς τους στρατιώτες του στα Τρίκορφα: «Συστρατιώται! Ας μην εβγάλωμεν τα τσαρούχια μας, εάν δεν εφτάσομεν εις τον ιερόν σκοπόν της ανεξαρτησίας μας και ας είμεθα βέβαιοι ότι ο Θεός μεθ’ημών!». Στις αντεθνικές σειρήνες που θα εμφανίζονται πάντοτε μπροστά μας να απαντάμε με τα λόγια του Γέρου: «Η Πατρίς ήτον και θα είναι το είδωλον της ψυχής μου». Γιατί δυστυχώς, τα κάστρα πέφτουν πάντα από μέσα. Γιαυτό και ο Γέρο Κολοκοτρώνης περιέγραψε με πολύ απλά λόγια το εθνικό καθήκον των Αρκάδων, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Οι κάμποι βγάζουν άλογα και τα βουνά λεβέντες»!

Χρόνια Πολλά σε όλους!